παπιλιονίδες

παπιλιονίδες
Οικογένεια εντόμων της τάξης των λεπιδοπτέρων, η οποία περιλαμβάνει περίπου 700 είδη, διαδεδομένα προπάντων στις τροπικές περιοχές. Οι πεταλούδες τους είναι ημερόβιες και χαρακτηρίζονται από μέσες και μεγάλες διαστάσεις· πολλά είδη έχουν ωραιότατους χρωματισμούς και έκδηλο γενετήσιο διμορφισμό· μερικές φορές παρατηρείται επίσης πολυμορφισμός στα άτομα του ιδίου φύλου, γενικά μεταξύ των θηλυκών, που με το σχήμα και το χρώμα των φτερών μιμούνται τα θηλυκά άλλης οικογένειας που ζει στην ίδια τοποθεσία (μιμητισμός). Οι κεραίες, ροπαλοειδείς στα άκρα, είναι σχετικά κοντές· τα οφθαλμίδια λείπουν, αλλά έχουν σπειροειδή προβοσκίδα καλά ανεπτυγμένη. Σε πολλούς π. τα πίσω φτερά είναι οδοντωτά και μερικές φορές προεκτείνονται σε μια θεαματική απόφυση σε σχήμα ουράς. Όπως όλα τα ημερόβια λεπιδόπτερα, έτσι και οι π., κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης, κρατούν τα φτερά ανορθωμένα, έτσι που να εφαρμόζουν οι αντίστοιχες επάνω όψεις. Και οι προνύμφες των π. έχουν κυρίως ζωηρά χρώματα και είναι εφοδιασμένες με μικρές προεξοχές, φυμάτια και ακιδωτούς σχηματισμούς· ο προθώρακάς τους είναι προικισμένος με αδενικό όργανο, που μπορεί να στραφεί προς τα έξω και εκπέμπει δριμεία οσμή. Οι π. υποδιαιρούνται σε τρεις υποοικογένειες, τους παπιλιονίνες, τους παρνασσίνες και τους ζηρυνθίνες, η πρώτη από τις οποίες είναι ιδιαίτερα πολυάριθμη: σ’ αυτήν ανήκει το γένος παπίλιος (papilio), που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη διαδεδομένα στην Ινδομαλαισία, στην Αφρική, στην Κεντρική και Νότια Αμερική, ακόμα και στην Ευρώπη. Προνύμφη παπιλιονιδών του είδους papiliomachou. Λεπιδόπτερο του είδους papilio policenes με τη θεαματική απόφυση των πίσω φτερών σε σχήμα ουράς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… …   Dictionary of Greek

  • θαΐς — (thais). Γένος λεπιδοπτέρων εντόμων της οικογένειας των παπιλιονιδών. Περιλαμβάνει ημερόβιες πεταλούδες με κροσσωτά φτερά σε κίτρινο χρώμα, διακοσμημένα με μαύρα σχήματα και κόκκινες κηλίδες. Οι κάμπιες της εμφανίζονται την άνοιξη στις… …   Dictionary of Greek

  • ψυχανθή — (papilionaceae). Κατηγορία φυτών που αριθμεί πολλές οικογένειες. Είναι φυτά μονοετή ή πολυετή με ερμαφρόδιτα άνθη. Ο καρπός τους είναι χέδροπας δίβολβος. Τα ψ. φυτρώνουν σε όλη σχεδόν την υδρόγειο αλλά κυρίως στις εύκρατες και στις θερμές χώρες.… …   Dictionary of Greek

  • ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”